δενδρολίβανο

δενδρολίβανο
el romani'

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δενδρολίβανο — δενδρολίβανο, το και δεντρολίβανο, το αρωματικός θάμνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιβανωτίς — λιβανωτίς, ίδος, η (Α) [λιβανωτός] 1. διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς κάρπιμος το φυτό λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς [κάρπιμος] ἑτέρα» το φυτό νάρθηξ η ναρθηκία, Διοσκ. γ. «λιβανωτὶς ἄκαρπος» το φυτό δενδρολίβανο το φαρμακευτικό,… …   Dictionary of Greek

  • ξηρόμυρον — ξηρόμυρον, τὸ (Α) 1. ξηρό μύρο, δηλ. άρωμα σε στερεά μορφή, σε τεμάχια ή σκόνη 2. το δενδρολίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + μύρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”